Follow Us

Αμπελωνες

Γνωρίστε τις

Βασικες Ποικιλιες Αμπελου

Της Βορείου Ελλάδος

Πλούσιο σε πανέμορφα τοπία, το γεωγραφικό περιβάλλον της Βόρειας Ελλάδας φιλοξενεί αμπελώνες ανάμεσα σε βουνοκορφές και ακτογραμμές, σε ορεινούς όγκους και οροπέδια, να καθρεφτίζονται σε λίμνες, να ατενίζουν τα πελάγη της θάλασσας και να χαράζουν τα σύνεφα καθώς διασκίζουν το απέραντο του ουρανού.

Από τις πλαγιές του Ολύμπου στις πλαγιές του Παγγαίου και από τον παραθαλάσσιο αμπελώνα της Χαλκιδικής στον ορεινότερο της Ηπείρου, πολυποίκιλα μικροκλίματα και ξεχωριστά terroir δένονται με τις συνήθειες του κάθε τόπου, τις γηγενείς αλλά και διεθνείς ποικιλίες που έγιναν πλέον ντόπιες, για να αναδύσει η σημερινή αμπελοοινική εικόνα της Βόρειας Ελλάδας.

ΕΝΟΑΒΕ
Αθήρι

Παλιά λευκή ποικιλία του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, που καλλιεργείται σήμερα σε αρκετές περιοχές της χώρας, όπως η Χαλκιδική. Ωριμάζει το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου.

Το Αθήρι δίνει κρασιά με φρουτώδη αρώματα, μέτριο αλκοολικό τίτλο και οξύτητα, με ευχάριστη, απαλή και γεμάτη γεύση.

Συμμετέχει στην παραγωγή των οίνων ΠΟΠ Ρόδος, Σαντορίνη, Πλαγιές Μελίτωνα, καθώς και ΠΓΕ οίνων (Άγιον Όρος, Χαλκιδική, Μακεδονία, Λασίθι, Ηράκλειο, Αιγαίο Πέλαγος. κ.α.) και Επιτραπέζιων οίνων.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Ασύρτικο
Εξαιρετική πολυδύναμη λευκή ελληνική ποικιλία.

Αρχικά καλλιεργούνταν στα νησιά των Κυκλάδων και κυρίως στη Σαντορίνη, που είναι ο τόπος καταγωγής της. Από εκεί μετανάστευσε με επιτυχία στη Χαλκιδική, την Επανομή, τη Δράμα, το Παγγαίο, την Αττική, την Πελοπόννησο, και έφτασε να καλλιεργείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σε μία έκταση, που ξεπερνά τα 11.500 στρέμματα. Λόγω της υψηλής οξύτητας, του αρώματος και της ευκολίας προσαρμογής της σε διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα διατηρώντας το χαρακτήρα της, η ποικιλία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στη δημιουργία νέων αμπελώνων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

Το Ασύρτικο δίνει οίνους υψηλόβαθμους με υψηλή οξύτητα, συνδυασμός σπάνιος για λευκή μεσογειακή ποικιλία. Οι οίνοι από Ασύρτικο χαρακτηρίζονται από τη ζωηρή και γεμάτη γεύση και την ιδιαίτερη μύτη, πιο μεταλλική και γήινη στη Σαντορίνη, έντονα φρουτώδη και ανθώδη στην ηπειρωτική και μάλιστα στη Βόρεια Ελλάδα. Παρουσιάζουν όμως τάση οξείδωσης και γι` αυτό χρειάζεται προσοχή κατά την οινοποίηση.

Συμμετέχει στην παραγωγή των οίνων ΠΟΠ Σαντορίνη (του ξηρού, φρέσκου ή παλαιωμένου σε δρύινα βαρέλια, και του γλυκού παλαιωμένου Vinsanto) και ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα, αλλά και αρκετών οίνων ΠΓΕ (Επανομή, Δράμα, Άγιον όρος, Μακεδονία, Πλαγιές Βερτίσκου, Αττική κ.α.) και Επιτραπέζιων οίνων.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Λημνιό
Συνώνυμο: Καλαμπάκι.

Πολύ παλιά γηγενής, ερυθρή ποικιλία, που αναφέρεται ως `Λημνία Σταφυλή` στο `Ονομαστικόν` του Πολυδεύκη, κέντρο καλλιέργειας της οποίας υπήρξε η Λήμνος. Σήμερα καλλιεργείται στη Λήμνο, τη Χαλκιδική, τον Έβρο, τη Ροδόπη, την Ξάνθη, την Καβάλα, τις Σέρρες, τη Λάρισα και την Καρδίτσα.

Το Λημνιό δίνει κρασιά σχετικά υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, με ελαφρύ ιδιαίτερο άρωμα (θυμίζει φασκομηλιά και δάφνη), μέτριο χρώμα και σώμα.

Το Λημνιό συμμετέχει στην ποικιλιακή σύνθεση των ερυθρών ξηρών οίνων ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα, μαζί με τις Cabernet Sauvignon και Cabernet Franc, καθώς και ορισμένων ΠΓΕ οίνων  (Άγιον Όρος, Μακεδονία, Ίσμαρος, Θράκη) και Επιτραπέζιων οίνων.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Μαλαγουζιά

Λευκή ποικιλία καταγόμενη από την Αιτωλοακαρνανία, η οποία καλλιεργείται στη Μακεδονία (Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη), και διάσπαρτα στη Στερεά Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία, Φθιώτιδα, Αττική), και την Πελοπόννησο. Ωριμάζει τέλη Αυγούστου.

Η Μαλαγουζιά δίνει κρασιά τα οποία μπορεί να έχουν ζυμώσει ή ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια, είναι υψηλόβαθμα, με ιδιαίτερο πλούσιο άρωμα, μέτρια οξύτητα, γεμάτη και στρογγυλή γεύση.  Συμμετέχει στην παραγωγή ορισμένων ΠΓΕ Οίνων (Επανομή, Σιθωνία).

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Μαυρούδι

Η ονομασία της ποικιλίας μαυρούδι προέρχεται από το σκούρο (μαύρο) χρώμα της φλούδας των ρωγών της, γι’ αυτό και το μαυρούδι χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή σκουρόχρωμων ερυθρών κρασιών, που είναι ωστόσο δυσεύρετα. Είτε μόνο του, είτε σε χαρμάνια, το μαυρούδι διαθέτει μια ισχυρή προσωπικότητα, που μόνο αδιάφορο δεν θα αφήσει αυτόν που θα το δοκιμάσει.
Αντίστροφη της διαθεσιμότητάς του είναι η εξάπλωσή του, αφού συναντάται από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της Ελλάδας. Πάντως, τόσο η Πελοπόννησος όσο και η Βόρεια Ελλάδα έχουν να επιδείξουν τα περισσότερα δείγματα της ποικιλίας μαυρούδι. Τα ανεξερεύνητα κρασιά αυτής της ποικιλίας διαθέτουν συνήθως κάπως βαρύ άρωμα, γλυκιά και πλούσια γεύση και αρκετά στιβαρές ταννίνες. Ως εκ τούτου, μια μεσοπρόθεσμη παλαίωση είναι απαραίτητη, προκειμένου να φθάσουν στο απολαυστικότερο σημείο για κατανάλωση.

Μοσχάτο Αλεξανδρείας
Συνώνυμα: Μοσχάτο χονδρό, Αγγλικό, Zibbibo.

Λευκή ποικιλία, η οποία καλλιεργείται ευρύτατα σε ολόκληρο τον κόσμο για την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών, κρασιού και σταφίδας. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως στη Λήμνο, αλλά και σε ορισμένα νησιά του Ιονίου, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία (Θεσσαλονίκη) και τελευταία στη Ρόδο, καταλαμβάνοντας μία έκταση περίπου 7.000 στρεμμάτων. Ωριμάζει τέλη Σεπτεμβρίου, είναι ευοξείδωτο και απαιτεί προσοχή κατά την οινοποίηση.

Το Μοσχάτο Αλεξανδρείας δίνει ξηρά κρασιά υψηλόβαθμα, με λεπτό τυπικό μοσχάτο άρωμα, μέτρια έως καλή οξύτητα και ευχάριστη γεύση, καθώς και θαυμάσια γλυκά κρασιά, με πλούσιο άρωμα και γεμάτη γεύση.

Από το Μοσχάτο Αλεξανδρείας παράγονται οι γλυκείς οίνοι ΠΟΠ Μοσχάτος Λήμνου και οι ξηροί, ημίξηροι και ημίγλυκοι οίνοι ΠΟΠ Λήμνος.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Μοσχόμαυρο
Συνώνυμα : Ξινόγκαλτσο, Μοσχόγκαλτσο

Ερυθρή ποικιλία καλλιεργούμενη σε μικρή έκταση στη Δυτική Μακεδονία (Γρεβενά, Κοζάνη) και  σποραδικά στη Θεσσαλία (Καρδίτσα, Τρίκαλα).

Είναι ζωηρή, εύρωστη, γόνιμη, παραγωγική, ευαίσθητη στο βοτρύτη και την όξινη σήψη και σχετικά ανθεκτική στην ξηρασία. Ωριμάζει μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου.

Το Μοσχόμαυρο δίνει κρασιά υψηλόβαθμα, καλής οξύτητας, ελαφρά αρωματικά, με μέτριο χρώμα. Συμμετέχει στην παραγωγή του ΠΓΕ Γρεβενών.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Νεγκόσκα

Ερυθρή ποικιλία του ευρύτερου μακεδονικού χώρου(γνωστή και ως Ποπόλκα Ναούσης ή Νεγκόσκα Ποπόλκα), η οποία καλλιεργείται σήμερα κυρίως στην περιοχή της Γουμένισσας, σε μία έκταση, που πλησιάζει τα 700 στρέμματα, μεταφερόμενη εκεί από τη Νάουσα.

Ωριμάζει μετά τις 20 Σεπτεμβρίου και δίνει κρασιά υψηλόβαθμα, με καλό ερυθρό χρώμα, μέτρια οξύτητα και μαλακή γεύση. Με αυτά της τα χαρακτηριστικά αμβλύνει την οξύτητα και την τανικότητα του Ξινόμαυρου, αυξάνοντας τον αλκοολικό τίτλο, τα φρουτώδη αρώματα και τη χρωματική ένταση, στην παραγωγή  του ερυθρού ξηρού παλαιωμένου οίνου ΠΟΠ Γουμένισσα.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Ντεμπίνα

Λευκή αξιόλογη ποικιλία της Ηπείρου, που καλλιεργείται κυρίως στη Ζίτσα, και σποραδικά σε άλλες περιοχές (Αρκαδία, Θεσπρωτία, Θεσσαλονίκη, Καρδίτσα, Λάρισα, Τρίκαλα), καταλαμβάνοντας συνολικά μία έκταση, που φθάνει τα 7.500 στρέμματα. Ωριμάζει μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου και δίνει κρασιά ξηρά, μέτριου αλκοολικού τίτλου, με ιδιαίτερο φρουτώδες άρωμα και δροσερή γεύση, αλλά και αξιόλογα ημιαφρώδη κρασιά.

Από τη Ντεμπίνα παράγονται οι ξηροί ήρεμοι οίνοι, και οι ξηροί και ημίγλυκοι ημιαφρώδεις οίνοι ΠΟΠ Ζίτσα, καθώς και ο ΠΓΕ Ιωάννινα.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Ξινόμαυρο
Συνώνυμα: Μαύρο Ναουστιανό, Ποπόλκα, Ξινόγκαλτσο, Μαύρο Ναούσης.

Η ευγενέστερη ερυθρή ποικιλία του βορειοελλαδίτικου χώρου, που καλλιεργείται κυρίως στη Νάουσα, τη Γουμένισσα, το Αμύνταιο, τη Ραψάνη, το Τρίκωμο, τη Σιάτιστα, το Βελβεντό, την Πέλλα και σε μικρότερο βαθμό στο Άγιο Όρος, την Όσσα, τα Ιωάννινα, τη Μαγνησία, την Καστοριά και τα Τρίκαλα, καταλαμβάνοντας μία  έκταση μεγαλύτερη από 18.000 στρέμματα.

Το Ξινόμαυρο εμφανίζει σημαντική παραλλακτικότητα κυρίως όσον αφορά στα οινολογικά χαρακτηριστικά (σάκχαρα, χρώμα, αρωματικό δυναμικό), που εντείνεται από τις διαφορετικές εδαφοκλιματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες καλλιεργείται. Ωριμάζει μετά τις 20 Σεπτεμβρίου.

Το Ξινόμαυρο είναι πολυδύναμη ποικιλία και μπορεί να δώσει διαφορετικούς τύπους προϊόντων. Σε περιοχές με κάποιο υψόμετρο, όπου μπορεί να ωριμάσει, στα κατάλληλα εδάφη και με μικρές αποδόσεις ανά πρέμνο, μπορεί να δώσει θαυμάσια ερυθρά, ξηρά κρασιά, με καλό χρώμα, τυπικά αρώματα, καλή οξύτητα, υψηλόβαθμα, πλούσια σε τανίνες και επιδεκτικά παλαίωσης. Σε περιοχές μεγάλου υψομέτρου μπορεί να δώσει αξιόλογα ροζέ, ήρεμα αλλά και αφρώδη κρασιά, με χαρακτηριστικά αρώματα κόκκινων φρούτων και ιδίως φράουλας.

Μπορεί ακόμα να δώσει και λευκούς οίνους (blanc de noirs), με χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμα, και ζωηρή γεύση. Από σταφύλια της ποικιλίας Ξινόμαυρο παράγονται οι οίνοι Π.Ο.Π.:

  • ΠΟΠ Νάουσα, ερυθρός ξηρός, ημίξηρος και ημίγλυκος
  • ΠΟΠ Αμύνταιο, ερυθρός και ροζέ, ξηρός, ημίξηρος και ημίγλυκος
  • ΠΟΠ Αμύνταιο, ροζέ φυσικώς αφρώδης, ξηρός και ημίγλυκος

Το Ξινόμαυρο συμμετέχει στην παραγωγή των ερυθρών ξηρών οίνων ΠΟΠ Γουμένισσα (μαζί με την ποικιλία Νεγκόσκα), ΠΟΠ Ραψάνη (μαζί με τις ποικιλίες Κρασάτο και  Σταυρωτό), και ορισμένων ΠΓΕ (Μακεδονία, Ημαθία, Γρεβενά, Πλαγιές Βερτίσκου, Χαλκιδική κ.α.) και επιτραπέζιων οίνων.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Παμίδι
Συνώνυμο: Παμίτι

Ερυθρωπή ποικιλία, η οποία καλλιεργείται σε ολόκληρο το μακεδονικό και θρακιώτικο χώρο, προερχόμενη από την Ανατολική Θράκη. Ωριμάζει αρχές με μέσα Σεπτεμβρίου.

Το Παμίδι δίνει ερυθρά κρασιά υψηλόβαθμα, μικρής οξύτητας, φτωχά σε χρώμα. Χρησιμοποιείται σε αναμίξεις για την παραγωγή ορισμένων ερυθρών και ροζέ ΠΓΕ Οίνων (Άβδηρα, Θράκη κ.α.) και Επιτραπέζιων οίνων.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Ροδίτης
Συνώνυμα: Ρογδίτης, Αλεπού, Ροδομούσι, Κανελλάτο, Κοκκινοστάφυλο, Λιτσιτσίνες, Σουρβιώτης, Κρυτσανιστή

Πολύ παλιά γηγενής, ερυθρωπή ποικιλία, καλλιεργούμενη σε 32 νομούς της χώρας, στη ΒΔ Πελοπόννησο, την Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη.

Εμφανίζει έντονη παραλλακτικότητα, που εντείνεται από τα διαφορετικά μικροκλίματα στα οποία καλλιεργείται. Προτιμά εδάφη ελαφρά, ασβεστώδη, μέσης γονιμότητας, και περιοχές με υψόμετρο, όπου η ποικιλία παρουσιάζει τον καλύτερο χαρακτήρα της. Ωριμάζει μετά τις 20 Σεπτεμβρίου.

Ο Ροδίτης, στα κατάλληλα εδάφη ορεινών περιοχών και με μέτριες αποδόσεις ανά πρέμνο, δίνει αξιόλογα λευκά ξηρά κρασιά, με φρουτώδες άρωμα, μέτριο έως υψηλό αλκοολικό τίτλο, στρογγυλή, δροσερή και ισορροπημένη γεύση, τα οποία μπορούν να ωριμάσουν σε δρύινα βαρέλια. Επίσης συμμετέχει στην παραγωγή ροζέ οίνων.

Η ποικιλία Ροδίτης συμμετέχει στην παραγωγή των λευκών οίνων ΠΟΠ:

  • ΠΟΠ Πάτρα (100%), ξηρός
  • ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα (μαζί με Αθήρι και Ασύρτικο), ξηρός,
  • ΠΟΠ Αγχίαλος (μαζί με Σαββατιανό), ξηρός, ημίξηρος και ημίγλυκος,
    αλλά και αρκετών ΠΓΕ οίνων (Ανάβυσσος, Αττική, Άγιον Όρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Πέλλα  κ.α.), οίνων Ονομασίας κατά Παράδοση `Ρετσίνα` και πολλών Επιτραπέζιων οίνων.

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Cabernet Sauvignon

Διεθνής ερυθρή ποικιλία καταγόμενη από το Bordeaux της Γαλλίας, της οποίας η καλλιέργεια θεωρήθηκε απαραίτητη για τη βελτίωση των ερυθρών οίνων, που παράγονταν από ορισμένες ελληνικές ποικιλίες.

Στην Ελλάδα πρωτοκαλλιεργήθηκε στο Μέτσοβο και γρήγορα η καλλιέργειά της επεκτάθηκε σε αρκετές περιοχές σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, είναι επιτρεπόμενη ή συνιστώμενη σε 23 νομούς), χωρίς όμως να καταλαμβάνει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση λόγω της μικρότερης παραγωγικότητάς της έναντι των ελληνικών ποικιλιών. Ωριμάζει το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου.

Στο σωστό βαθμό ωριμότητας των σταφυλιών, το κρασί της ποικιλίας αυτής παρουσιάζει μία καλή ισορροπία αλκοόλης οξύτητας. Η υπερωρίμανση των σταφυλιών έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οξύτητα και το αρωματικό δυναμικό. Στα κατάλληλα εδάφη, και σε σχέση πάντα με το επίπεδο της παραγωγής δίνει κρασιά με έντονο χρώμα, υψηλό αρωματικό δυναμικό, το οποίο εξελίσσεται σε πολύπλοκο μπουκέτο κατά την παλαίωση, σώμα, τανίνες, που απαιτούν παραμονή πολλών μηνών σε δρύινα βαρέλια, ώστε το κρασί να γίνει μαλακό, στρογγυλό και ισορροπημένο.

Το Cabernet Sauvignon χρησιμοποιείται σε αναμείξεις με κρασιά άλλων ποικιλιών, και η παρουσία του ακόμα και σε μικρό  ποσοστό, που συνήθως κυμαίνεται από 5-20%, ενισχύει και στηρίζει το χρώμα, το άρωμα, το σώμα, τη γευστική ισορροπία και πληρότητα, δίνοντας το δικό του χαρακτήρα στο τελικό προϊόν.

Το Cabernet Sauvignon συμμετέχει στην παραγωγή των ερυθρών ξηρών οίνων ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα (μαζί με τις ποικιλίες Λημνιό και Cabernet Franc), καθώς και αρκετών ΠΓΕ (Άγιον Όρος, Αττική, Δράμα, Μακεδονία, Πλαγιές Πετρωτού, Τριφυλία κ.ά.) και Επιτραπέζιων οίνων.

[Κείμενα και από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Chardonnay

Κοσμοπολίτικη λευκή ποικιλία γαλλικής προέλευσης (Βουργουνδία). Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε 24 νομούς, κατανεμημένους σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Ωριμάζει το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου.

Η ποικιλία Chardonnay μπορεί να δώσει λευκούς οίνους φρέσκους ή που έχουν ζυμώσει και ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια, με μία ευρεία παλέτα αρωμάτων, των οποίων η πολυπλοκότητα και η ποιότητα είναι συνάρτηση της στρεμματικής απόδοσης.

Η γεύση τους είναι λιπαρή, δροσερή έως ζωηρή, ισορροπημένη, με σώμα και διάρκεια. Στα κατάλληλα εδάφη μπορεί να φθάσει το βέλτιστο της ποιότητας ενός λευκού κρασιού.

Το Chardonnay συμμετέχει στην παραγωγή ορισμένων ΠΓΕ οίνων (Πλαγιές Αιγειαλίας, Πυλία, Δράμα, Μεσσηνία, Ισμαρος, Επανομής, Πελοπόννησος κ.α).

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Merlot

Ερυθρή ποικιλία, γαλλικής προέλευσης, καλλιεργούμενη στην περιοχή του Bordeaux, η οποία κατέλαβε τα τελευταία χρόνια σημαντικές εκτάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε 23 νομούς στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Ωριμάζει τέλη Αυγούστου.

Το κρασί της ποικιλίας αυτής είναι υψηλόβαθμο, καλής οξύτητας, με χαρακτηριστικό άρωμα, σώμα, μαλακή και ισορροπημένη γεύση, επιδεκτικό παλαίωσης.

Στις αναμείξεις με άλλα κρασιά, βελτιώνει το χρώμα και το άρωμά τους, και επιταχύνει τον απαιτούμενο χρόνο παλαίωσης ώστε να είναι πιο σύντομα έτοιμα προς κατανάλωση.

Το Merlot συμμετέχει στην παραγωγή αρκετών Π.Γ.Ε. οίνων, μονοποικιλιακών και πολυποικιλιακών (Επανομή, Δράμα, Μακεδονία, Κρανιά, Ημαθία κ.ά.).

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου “Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα” – Olive Press Publications, 2000]

Sauvignon Blanc
Λευκή αρωματική ποικιλία γαλλικής προέλευσης, η οποία καλλιεργείται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στην Ελλάδα η καλλιέργειά της ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του `90 για να φθάσει σήμερα να καλλιεργείται σε 21 νομούς της χώρας, γεωγραφικά κατανεμημένους σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Ωριμάζει τέλη Αυγούστου.

Το Sauvignon Blanc όταν καλλιεργηθεί στις κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες, με μικρές αποδόσεις και τρυγηθεί στο κατάλληλο στάδιο ωριμότητας, ώστε να υπάρχει ισορροπία οξύτητας- σακχάρων και διατήρηση του ιδιαίτερου αρωματικού δυναμικού του, μπορεί να δώσει ξηρά κρασιά, με πλούσιο άρωμα (κυρίως εξωτικών φρούτων), ζωηρή, ισορροπημένη και πληθωρική γεύση.

Το Sauvignon Blanc μπορεί να ζυμώσει και να ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια. Συμμετέχει στην παραγωγή αρκετών ΠΓΕ οίνων (Φλώρινα, Χαλκιδική, Δράμα, Ηράκλειο, Επανομή, Θήβα κ.ά.).

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Syrah

Ερυθρή ποικιλία, που έγινε γνωστή χάρη στα θαυμάσια κρασιά, που δίνει στην κοιλάδα του Ροδανού και η οποία καλλιεργείται σήμερα σε πολλές περιοχές στον κόσμο.

Στην Ελλάδα η καλλιέργειά της ξεκίνησε από τη Σιθωνία, ενώ τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται ως συνιστώμενη σε 16 νομούς της χώρας σε Πελοπόννησο,   Κρήτη, Δωδεκάνησα, Μακεδονία, Θράκη, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία. Ωριμάζει τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου.

Ανάλογα με τον κλώνο, το κλάδεμα, το έδαφος και την περιοχή, η ποικιλία αυτή μπορεί να δώσει λιγότερο ή περισσότερο `δυνατά` κρασιά, μέτριας οξύτητας, με έντονο χρώμα, έντονα αρώματα, που γίνονται πολυπλοκότερα κατά την παλαίωση.
Συμμετέχει στην παραγωγή αρκετών ΠΓΕ οίνων, ερυθρών και ροζέ (Επανομή, Σιθωνία, Ηράκλειο κ.ά.).

[Κείμενα από το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου ‘Οινοποιήσιμες ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα’ – Olive Press Publications, 2000]

Follow us on instagram